κερουλοπλασμίνη

κερουλοπλασμίνη
η
(βιοχ.) κυανή χρωστική στο πλάσμα τού ανθρώπινου αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. ceruloplasmine < cerulo- (< λατ. coeruleus «κυανούς») + -plasm- (πρβλ. πλάσμα) + κατάλ. -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”